- πιλάριον
- (I)το, Α [πίλα]1. αλοιφή για τα μάτια2. έμπλαστρο.————————(II)τὸ, Μ [πίλος]επιστέγασμα στήλης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιλάριον — eye salve neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλαρίῳ — πιλάριον eye salve neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλάριον — τὸ, Α ονομασία αλοιφής για τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιλάριον (< πίλα), πιθ. κατ επίδραση τού πηλός] … Dictionary of Greek